σφραγιδοκύλινδρος

σφραγιδοκύλινδρος
ο, Ν
(κυρίως στον πληθ.) οι σφραγιδοκύλινδροι
κυλινδρικοί λίθοι τους οποίους χρησιμοποιούσαν αρχαίοι ασιατικοί λαοί ως σφραγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίδα + κύλινδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”